-
1 ελεγχος
I- εος τό1) позор, бесчестие, бесславие Hom., Pind.2) ( в обращении) низкий человек, жалкий трус(κάκ΄ ἐλέγχεα Hom., Hes.)
IIὅ1) опровержениеὁ ἔ. ἀντιφάσεως συλλογισμός Arst. — опровержение есть силлогизм отрицания;
τὰ ψευδῆ ἔλεγχον ἔχει Thuc. — ложь сама себя опровергает;ἔλεγχον παραδιδόναι τινί Plat. — дать кому-л. слово для возражения2) довод, доказательствоεἰς ἔλεγχον χειρὸς καὴ ἔργου μολεῖν Soph. — доказывать делом3) улика(οἱ περὴ Παυσανίαν ἔλεγχοι Thuc.)
εἰς ἔλεγχον μέ πέσῃ φοβούμενος Eur. — боясь быть уличенным4) pl. (из)обличение(τῶν πονηρῶν Plut.)
5) испытание, рассмотрение, разборεἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ … Soph. — разобравшись, я вижу, что …;
ἐπί τινος ἔλεγχον λαβεῖν Plut. — убедиться на основании чего-л.;διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου Plat. — дать отчет о своей жизни (ср. 2) -
2 φορα
ἥ [φέρω]1) ношение, несениеφορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. — не будет отказа в том, чтобы понести тебя
2) внесение, взнос(χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.)
φέρειν τέν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. — вносить свой вклад для спасения родины;ψήφου φ. Eur., Plat. — подача голоса, голосование3) плодоношение(τῶν δένδρων Arst.)
4) плодовитость(φ. καὴ ἀφορία Plat.)
5) перемещение, (круго)вращение(τῶν ἄστρων καὴ τοῦ ἡλίου Plat.)
ἥ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. — перемещение есть движение из одного места в другое;φ. πεττῶν Plat. — движение (ходы) шашечных фигур6) стремительный порыв, напор(ἀνέμου βία καὴ φ. Polyb.)
φ. τις πραγμάτων Dem. — некое давление обстоятельств, т.е. ход событий;ἥ τοῦ πλήθους φ. Polyb. — настроение толпы;φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. — стремление к новшествам;φορᾶς μεστός Plut. — полный рвения, неукротимый7) ноша, груз(φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.)
8) урожай, сбор, продукция(ἐλαιῶν Arst.)
9) наплыв, множество(ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὴ δωροδόκων Dem.)
10) группа единомышленников, направление, школа(ἐπὴ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.)
μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. — борьба школ (мнений) -
3 αναφερω
поэт. ἀμφέρω (fut. ἀνοίσω, aor. ἀνήνεγκα)1) выносить наверх(κύνα ἐξ Ἀϊδάω Hom.)
2) возносить, поднимать(τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.)
ἀ. κώπας Thuc., Arst.; — грести;εἰρεσία ἀναφερομένη Plut. — мерное движение весел;pass. — (о небесных светилах) восходить (ἐν τῇ νυκτί Polyb.)3) добывать, извлекать(ψῆγμα χρυσοῦ ἐκ τῆς ἰλύος, ψάμμος ἀναφερομένη Her.)
4) выделять, извергать(αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Plut.)
ἀ. λίβη Aesch. — лить слезы5) показывать, обнаруживать(τι κέντρον Plut.; ἀρεταὴ ἀμφέρονται Pind.)
νεκρῶδες χρῶμα ἀ. Plut. — принимать мертвенный цвет6) (вверх или вглубь страны) вести, привозить, доставлять(τι παρὰ βασιλέα ἐς Σοῦσα Her.; ἥ εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸς ἀναφέρουσα Xen.)
7) выносить, переносить, выдерживать(ἄχθος δειματοσταγές Aesch.; κινδύνους Thuc.; πόλεμον Polyb.)
8) отводить или относить назад, отставлять9) доносить, сообщать(παρά и ἔς τινα Her.; τοὺς λόγους ἐς τὸν δῆμον Thuc.)
10) обращаться, запрашиватьπερί τινος ἀνῷσαι ἔς τινα Her. и τινι Diod. — запросить кого-л. о чем-л.;
ποῖ δίκην ἀνοίσομεν ; Eur. — где нам искать справедливости?11) издавать, произносить, испускать(βαρεῖς στεναγμούς Plut.)
οὕτω ἀνενεικατο φωνάν Theocr. (v. l.) она — сказала следующее12) вздыхать13) (о налогах и т.п.) вносить, уплачивать(χίλια τάλαντα νομίσματος εἰς τέν Ἀκρόπολιν Aeschin.; αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arst.)
14) давать оправиться, приводить в себя; подкреплять, ободрятьἀνέφερέ τις ἐλπίς Plut. — теплилась кое-какая надежда15) тж. med.-pass. приходить в себя, (п)оправляться(ἐκ τῶν τραυμάτων Plut.)
τῷ πόματι ἀ. — подкреплять себя иапитком, т.е. вином;ἀ. ἐκ μέθης Luc. — протрезвляться;ἀνενειχθεὴς εἶπε Her. — прийдя в себя, он сказал;16) ссылаться(εἰς τὸν ἀξιόχρεων λέγοντα Plat.)
17) возводить, относить(τὸ γένος τινὸς εἴς τινα Plat.)
ἀ. εἰς Ἡρακλέα Plat. — возводить (чей-л.) род к Гераклу18) приписывать, вменять(τί τινι Eur., Lys. и τι ἐπί τινα Aesch., Dem.; βιβλίον τι εἴς τινα Plut.; τέν αἰτίαν εἴς τινα ἀ. Lys.)
19) возвращать(τινὰς ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τέν ἑαυτῶν, sc. χώραν Thuc.)
20) воспроизводить(τέν ὁμοιότητά τινος Plut.)
ἀ. τι ἑαυτῷ τῷ λόγῳ Plat. — часто обдумывать что-л.;ἀνοιστέον πρὸς αὑτούς Plut. — нужно всегда иметь в виду21) приносить в жертву(τινά, θυσίας NT.)
См. также в других словарях:
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
πονηροκρατία — ἡ, Α [πονηροκρατούμαι] η κυριαρχία τών πονηρών, τών φαύλων, εξουσία τών κακών … Dictionary of Greek
Αβέστα — Ιερό βιβλίο του ζωροαστρισμού. Η λέξη φαίνεται να σημαίνει «βασικό» ή «θεμελιώδες κείμενο» (αρχαία ιρανικά apastak), σε αντίθεση προς τη Ζεντ,ερμηνεία ή συλλογή διαφόρων παραδόσεων. Η Α. ανάγεται στην εποχή της δυναστείας των Αχαιμενιδών (6ος 5ος … Dictionary of Greek
δαιμονολατρία — και δαιμονολατρεία, η (Μ δαιμονολατρεία) η λατρεία τών δαιμόνων ή τών πονηρών πνευμάτων μσν. η ειδωλολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονολατρία < δαιμονολάτρης και δαιμονολατρεία < δαίμων + λατρεία] … Dictionary of Greek
μισοπόνηρος — μισοπόνηρος, ον (Α) 1. αυτός που μισεί τους πονηρούς, τους κακούς ή τα πονηρά, τα κακά έργα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοπόνηρον η μισοπονηρία*. επίρρ... μισοπονήρως (Α) 1. με εχθρική διάθεση κατά τών πονηρών, τών κακών 2. με εχθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πονηρόπολις — εως, ἡ, ΜΑ πόλη τών πονηρών, τών φαύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + πόλις] … Dictionary of Greek
σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… … Dictionary of Greek
αργκό — (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά… … Dictionary of Greek
ευρύνομος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους δαίμονες που βασάνιζαν τις ψυχές των πονηρών στα Τάρταρα και αφαιρούσε από τα πτώματα το δέρμα και τις σάρκες. 2. Λαπίθης, γιος του Μάγνητα, που πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία. Σύμφωνα με τον Οβίδιο… … Dictionary of Greek