Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τῶν πονηρῶν

См. также в других словарях:

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • πονηροκρατία — ἡ, Α [πονηροκρατούμαι] η κυριαρχία τών πονηρών, τών φαύλων, εξουσία τών κακών …   Dictionary of Greek

  • Αβέστα — Ιερό βιβλίο του ζωροαστρισμού. Η λέξη φαίνεται να σημαίνει «βασικό» ή «θεμελιώδες κείμενο» (αρχαία ιρανικά apastak), σε αντίθεση προς τη Ζεντ,ερμηνεία ή συλλογή διαφόρων παραδόσεων. Η Α. ανάγεται στην εποχή της δυναστείας των Αχαιμενιδών (6ος 5ος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονολατρία — και δαιμονολατρεία, η (Μ δαιμονολατρεία) η λατρεία τών δαιμόνων ή τών πονηρών πνευμάτων μσν. η ειδωλολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονολατρία < δαιμονολάτρης και δαιμονολατρεία < δαίμων + λατρεία] …   Dictionary of Greek

  • μισοπόνηρος — μισοπόνηρος, ον (Α) 1. αυτός που μισεί τους πονηρούς, τους κακούς ή τα πονηρά, τα κακά έργα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοπόνηρον η μισοπονηρία*. επίρρ... μισοπονήρως (Α) 1. με εχθρική διάθεση κατά τών πονηρών, τών κακών 2. με εχθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πονηρόπολις — εως, ἡ, ΜΑ πόλη τών πονηρών, τών φαύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + πόλις] …   Dictionary of Greek

  • σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… …   Dictionary of Greek

  • αργκό — (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ευρύνομος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους δαίμονες που βασάνιζαν τις ψυχές των πονηρών στα Τάρταρα και αφαιρούσε από τα πτώματα το δέρμα και τις σάρκες. 2. Λαπίθης, γιος του Μάγνητα, που πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία. Σύμφωνα με τον Οβίδιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»